καταξύω — καταξύ̱ω , κατά ξύω scratch pres subj act 1st sg καταξύ̱ω , κατά ξύω scratch pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικαταξύω — ἐπικαταξύω (Α) καταξύω, ξύνω εντελώς, γδέρνω … Dictionary of Greek
κατάξυσις — κατάξυσις, ἡ (Α) [καταξύω] ξύσιμο, χάραξη, γδάρσιμο, γρατσούνισμα, αμυχή … Dictionary of Greek
κατάξυσμα — κατάξυσμα, τὸ (Α) [καταξύω] (σχόλ.) απόξεσμα, ρίνισμα … Dictionary of Greek
κατακνιδεύω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καταξύω». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κνιδεύω (< κνίδη «τσουκνίδα»), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek
καταξυή — καταξυή, ἡ (Α) [καταξύω] επιγρ. καταξοή* … Dictionary of Greek
καταξυσμή — καταξυσμή, ἡ (Α) [καταξύω] κατάξυσις* … Dictionary of Greek
καταξυσμός — καταξυσμός, ὁ (Α) [καταξύω] το πολύ ξύσιμο, σμίλευση, λάξευση, τορνευμένη κατασκευή … Dictionary of Greek
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
προκαταξύω — Α καταξύνω ή αποξύνω καλά προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταξύω «ξύνω πολύ, φθείρω ξύνοντας»] … Dictionary of Greek